-
1 награда
награда ж το βραβείο· η ανταμοιβή (вознаграждение)' правительственная \награда το κυβερνητικό βραβείο· в \наградау για ανταμοιβή* * *жτο βραβείο; η ανταμοιβή ( вознаграждение)прави́тельственная награ́да — το κυβερνητικό βραβείο
в награ́ду — για ανταμοιβή
-
2 наградить
-разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•орденом παρασημοφορώ.
|| εκφράζω ευγνωμοσύνη•наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•
взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.
2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.
3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•
наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.
-
3 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
4 вознаграждение
-я ουδ.αμοιβή, ανταμοιβή• επιβράβευση•вознаграждение за долголетнюю службу επιβράβευση για πολυετή υπηρεσία•
денежное -χρηματική αμοιβή.
См. также в других словарях:
ανταμοιβή — η (AM ἀνταμοιβή) παροχή αμοιβής για υπηρεσίες, ανταπόδοση αρχ. ανταλλαγή, εναλλαγή … Dictionary of Greek
ανταμοιβή — η ανταπόδοση, πληρωμή: Η ανταμοιβή για τις θυσίες του αυτές ήταν να μην του δίνει κανείς σημασία τώρα που γέρασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Γατελούζοι ή Κατελούζοι — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της μεγάλης γενοβέζικης οικογένειας των Γκατιλούζιο (Gattilusio), που ηγεμόνευσε στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, από τα μέσα του 14ου αι. έως το 1462. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1.… … Dictionary of Greek
Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… … Dictionary of Greek
Λικάρης ή Λικάριος — (13ος αι.). Φράγκος ιππότης και βυζαντινός αξιωματούχος. Γεννήθηκε στην Κάρυστο, ενώ αναφέρεται και με το όνομα Ικάριος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Εύβοια από τη Βικεντία. Μολονότι ήταν ένας άσημος ευπατρίδης, παντρεύτηκε τη Φελίζα,… … Dictionary of Greek
Κάβαρνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ο Κ., βοσκός στην Πάρο, είπε στη θεά Δήμητρα ότι είχε απαγάγει την κόρη της ο Πλούτων. Για ανταμοιβή, η Δήμητρα έδωσε σε αυτόν και στους απόγονους του το αξίωμα του ιερέα των μυστηρίων. Από το όνομά του … Dictionary of Greek
Βάγιας, Θανάσης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Έμπιστος του Αλή πασά. Καταγόταν από το Λέκλι της Ηπείρου, που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Κατά μια παράδοση, ο Β. βοήθησε στην προαγωγή του Αλή σε δερβέναγα και μετά σε σατράπη των Ιωαννίνων και εκείνος, για… … Dictionary of Greek
Τουρν, Ερίκος - Ματθίας, κόμης ντε- — (Thurn, 1580 – 1640). Aυστριακός ευγενής, καταγόταν από οικογένεια διαμαρτυρόμενων. Διακρίθηκε στους πόλεμους εναντίον των Tούρκων και πήρε για ανταμοιβή του το βουργραβάτο του Kάρλσταϊν. Στη συνέχεια εξελέγη από τους Bοημούς μεταξύ των 30… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek